- άπηκτος
- κ. άπηχτος -η, -ο (Α ἄπηκτος, -ον)αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακόςνεοελλ.φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» — δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζειαρχ.εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.